Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ν.Μπελογιάννης:"Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει "(Γ.Ρίτσος)

1952:Η ώρα είναι 3 μετά τα μεσάνυχτα, το ημερολόγιο γράφει 30 Μάρτη 1952. Στις φυλακές της Καλλιθέας επικρατεί νεκρική σιγή. Ακούγονται τα βαριά βήματα του δεσμοφύλακα. Φτάνει στο κελί του Νίκου Μπελογιάννη. Το ξεκλειδώνει, τον ξυπνάει. Δίπλα του στέκει, όπως ένα μακάβριο φάντασμα, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλης. Διαβάζει στον Μπελογιάννη την απόφαση να τον οδηγήσουν μαζί με τους συγκρατούμενούς του Ν. Καλούμενο, Η. Αργυριάδη και Δ. Μπάτση, στην εκτέλεση. Στις 3 και 20 η φάλαγγα βγήκε από τις πόρτες των φυλακών κατευθυνόμενη με δαιμονισμένη ταχύτητα προς το «συνήθη τόπο των εκτελέσεων», το Γουδί.
Το απόσπασμα παρατάσσεται με τα όπλα «επί σκοπόν». Είναι σκοτάδι ακόμα. Οι αρχιδήμιοι στρέφουν τους προβολείς των αυτοκινήτων στα πρόσωπα των μελλοθανάτων. Ωρα 4 και 12 λεπτά. Ακούγονται οι δολοφονικές ομοβροντίες. Το έγκλημα της κυβέρνησης Πλαστήρα ολοκληρώθηκε.
Οι εφημερίδες θα γράψουν, ότι ο Μπελογιάννης είχε ακούσει ήρεμος μ' ένα πικρό χαμόγελο,
την καταδίκη του σε θάνατο, αποχαιρέτησε τους συγκρατουμένους του στις φυλακές και μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια. Ζητωκραύγασε για το ΚΚΕ και έπεσε από τις σφαίρες του αποσπάσματος. Ηταν 37 χρόνων.

Όλο το σύστημα εξουσίας που προσήγαγε τον Μπελογιάννη στο εδώλιο πίστευε ότι με μηχανορραφίες θα μετέτρεπε τις δίκες σε πεδίο διαπόμπευσης των κομμουνιστών. Αλλά ο Μπελογιάννης με τα λόγια του κατά τη διάρκεια της απολογίας του είχε ανατρέψει τα πάντα. Είχε μετατρέψει τους στρατοδίκες του από κατηγόρους σε κατηγορούμενους. Στον αντικομμουνισμό και στις απειλές τους, απαντούσε:
«… αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε κι όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας».
Ο Μπελογιάννης είχε «ενοχλήσει» τους στρατοδίκες του. Η σύγκριση μαζί του ήταν ανυπόφορη για τους διώκτες του. Τον Νοέμβρη του ’51, στην πρώτη του απολογία στο στρατοδικείο, ξεκαθάρισε:
«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
Ο Μπελογιάννης μετέτρεψε το εναντίον του Στρατοδικείο σε πεδίο κατηγορίας και γελοιοποίησης των κατηγόρων του. Ο διάλογος, κατά τη διάρκεια της δίκης με έναν από τους βασικούς κατηγόρους του, τον αστυνομικό Αγγελόπουλο, είναι ενδεικτικός:
«ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ισχυρίζεστε ότι ήρθα εδώ για να εφαρμόσω τις αποφάσεις των Ολομελειών της ΚΕ του ΚΚΕ;
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Οι αποφάσεις αυτές λένε ότι βάση της δράσης του ΚΚΕ είναι ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ειρήνη. Έτσι δεν είναι;
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Έτσι.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Επομένως, ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες και την ειρήνη είναι συνωμοσία κατά της Ελλάδας;
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ευχαριστώ. Αυτό μονάχα ήθελα να διευκρινίσω».
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».

Ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη κατά την απολογία του, το Φλεβάρη του ’52. Λίγες μέρες πριν από την εκτέλεσή του.

Ο Μπελογιάννης, στα όπλα των δολοφόνων έστρεψε το δικό του «όπλο»: Ένα γαρύφαλλο. Και τρεις κουβέντες:

«Αγωνιζόμαστε για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο, για να δημιουργήσουμε νέους χρόνους κι εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων».
Κάτω απ’ τη σχισμένη αφίσα κάτι παιδιά έγραψανμε κόκκινα γράμματα: ΗΡΩΑΣ!…